- περιλακίζω
- V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 10,8P: to be rent round about, to be torn all over, to hang in strips; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] … Dictionary of Greek
περιλακιζομένη — περιλακίζω rend all round pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλακιζομένας — περιλακιζομένᾱς , περιλακίζω rend all round pres part mp fem acc pl περιλακιζομένᾱς , περιλακίζω rend all round pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)